- τόλμημα
- τόλμημαadventureneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τόλμημα — το, ατος 1. τολμηρή πράξη, ηρωισμός, παλικαριά: Παρασημοφορήθηκε για το τόλμημά του. 2. πράξη θράσους, αναίδειας: Ήταν τόλμημα που μίλησε έτσι στον υπουργό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τόλμημα — το, ΝΑ [τολμῶ] τολμηρή ενέργεια, θαρραλέα πράξη νεοελλ. (κατ επέκτ.) θρασεία πράξη αρχ. (σχετικά με λόγο) τολμηρή έκφραση … Dictionary of Greek
τόλμημ' — τόλμημα , τόλμημα adventure neut nom/voc/acc sg τόλμημι , τολμάω Bodl. Quarterly Record pres ind act 1st sg τόλμημαι , τολμάω Bodl. Quarterly Record pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμημάτων — τόλμημα adventure neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήμασι — τόλμημα adventure neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήμασιν — τόλμημα adventure neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήματα — τόλμημα adventure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήματι — τόλμημα adventure neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήματος — τόλμημα adventure neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήμαθ' — τολμήματα , τόλμημα adventure neut nom/voc/acc pl τολμήματι , τόλμημα adventure neut dat sg τολμήματε , τόλμημα adventure neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)